- πρόσσοθεν
- πρόσσοθεν: before him, Il. 23.533†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πρόσσοθεν — indeclform (adverb) πρόσωθεν from afar epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσσοθεν — Α επίρρ. (επικ. τ.) βλ. πρόσωθεν … Dictionary of Greek
πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… … Dictionary of Greek